τηγανοειδής

τηγανοειδής
-ές, Ν
1. αυτός που μοιάζει με τηγάνι
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τηγανοειδή
αρχαιολ. ιδιότυπη κατηγορία κυρίως πήλινων σκευών τα οποία χρονολογούνται στην πρωτοκυκλαδική II εποχή, δηλαδή από το 2800 ώς το 2100 π.Χ. στον πολιτισμό Κέρου-Σύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”